Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χάψη — η, Ν (διαλ. τ.) φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hapsi] … Dictionary of Greek
χάψη — η (λ. τουρκ.), φυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)